κοπρῶνες

κοπρῶνες
κοπρών
place for dung
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • FORICARII — memorati Paulo l. 17. §. fiscus Dig. de Usur. Κοπρῶνες B. Chrysost. in 1. ad Cor. dicebantur illi, qui, ut Iuv. l. 1. Sat. 3. v. 38. Conducunt foricas, et cur non omnia? Nempe simile exercebant vectigal illi, quod Vespasianus instituit, exigendo… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • παπυρολογία — Η επιστήμη που ασχολείται με τα γραμμένα σε παπύρους αρχαία κείμενα. Mέχρι σήμερα έχουν βρεθεί πάπυροι τα κείμενα των οποίων είναι γραμμένα σε διάφορες γραφές και γλώσσες, όπως την αιγυπτιακή στα διαδοχικά της στάδια ως ιερογλυφική, ιερατική,… …   Dictionary of Greek

  • φουσκί — το, Ν 1. κοπριά χωνεμένη μέσα σε χώμα και χρησιμοποιούμενη για λίπασμα 2. υπόστρωμα από υπολείμματα κλαδιών και φύλλων μουριάς καθώς και από περιττώματα μεταξοσκωλήκων, το οποίο, ύστερα από τον σχηματισμό τών κουκουλιών, αποτίθεται στους κοπρώνες …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”